- σφηκοφωλιά
- η1. φωλιά σφηκών.2. άντρο κακοποιών: Τι γύρευες σ' αυτή τη σφηκοφωλιά; – Έπεσε σε σφηκοφωλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφηκοφωλιά — και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν 1. φωλιά σφηκών 2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά] … Dictionary of Greek
ανθρήνιον — ἀνθρήνιον, το (Α) [ανθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. κερήθρα … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… … Dictionary of Greek
σφηγκοφωλιά — η, Ν βλ. σφηκοφωλιά … Dictionary of Greek
σφηκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.), στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (25 τ. χλμ.). * * * η, ΝΑ [σφήξ, ηκός] η φωλιά τών σφηκών, η σφηκοφωλιά … Dictionary of Greek
σφηκοφωλέα — η, Ν βλ. σφηκοφωλιά … Dictionary of Greek
σφηκών — ῶνος, ὁ, Α (πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) η φωλιά τών σφηκών, σφηκοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφαιρ ών)] … Dictionary of Greek
τενθρήνιον — τὸ, Α [τενθρήνη] 1. σφηκοφωλιά 2. (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον» … Dictionary of Greek